Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστις
δυναστικός,
ή, όν
[
ῠ
] impérieux, autoritaire,
Arstt.
Pol.
6, 6, 3
au sup.
-ώτατος
.
Étym.
δυνάστης
.