Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυναστικός
δυνάστις
δυνάστωρ
δυνάστις,
ιδος
(
ἡ
) [
ῠ
] souveraine,
D. Phal.
§
311
.
Étym.
fém. de
δυνάστης
.