δυσάμμορος

δυσανάϐατος

δυσανάγωγος
δυσ·ανάϐατος, ος, ον [ῠᾰᾰᾰ] difficile à gravir, Corn. 14 ||
E Poét. δυσάμϐατος, Sim. (Clém. Str. 4, p. 585).
Étym. δ. ἀναϐαίνω.