δυσανάγωγος

δυσανάδοτος

δυσαναθυμίατος
δυσ·ανάδοτος, ος, ον [ῠᾰᾰ] difficile à digérer, Gal. 2, 239 ; Ath. 91e ; joint à δύσπεπτος, Hippiatr. p. 1, 25.
Étym. δ. ἀναδίδωμι.