δυσανάδοτος

δυσαναθυμίατος

δυσανάκλητος
δυσ·αναθυμίατος, ος, ον [ῠᾰᾰῡῐᾱ] qui s’évapore difficilement, Artém. 1, 1.
Étym. δ. ἀναθυμιάω.