δυσανακλήτως

δυσανακόμιστος

δυσανάκρατος
δυσ·ανακόμιστος, ος, ον [ῠᾰᾰ]
1 difficile à ramener, Eschl. Eum. 262 (poét. δυσαγκόμιστος) ||
2 qui s’élève avec peine (l’âme) Plut. Rom. 28.
Étym. δ. ἀνακομίζω.