δυσανακόμιστος

δυσανάκρατος

δυσανάληπτος
δυσ·ανάκρατος, ος, ον [ῠᾰνρᾱ] qui se mêle difficilement, Plut. M. 1024d, 1032b.
Étym. δ. ἀνακεράννυμι.