δυσανάπλωτος

δυσανάπνευστος

δυσαναπόρευτος
δυσ·ανάπνευστος, ος, ον [ῠᾰν]
1 difficile à respirer, Arstt. Sens. 5, 10 ||
2 qui respire difficilement, Gal. 7, 11.
Étym. δ. ἀναπνέω.