δυσανάπνευστος

δυσαναπόρευτος

δυσανασκεύαστος
δυσ·αναπόρευτος, ος, ον [ῠᾰᾰ] difficile à traverser, Phil. 1, 673 ; 2, 348.
Étym. δ. ἀναπορεύομαι.