Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσχείμων
δυσχείρωμα
δυσχείρωτος
δυσ·χείρωμα,
ατος
(
τὸ
) entreprise difficile,
Soph.
Ant.
126
.
Étym.
δ. χειρόω
.