δυσχείρωμα

δυσχείρωτος

δυσχεραινόντως
δυσ·χείρωτος, ος, ον, difficile à vaincre, à soumettre, Dém. 1412, 21 ; Plut. Alc. 4 ||
Cp. -ότερος, DC. 53, 25 ; sup. -ότατος, Hdt. 7, 9, 2.
Étym. δ. χειρόω.