Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσχεραίνω
δυσχέρανσις
δυσχεραντέον
δυσχέρανσις,
εως
(
ἡ
) mécontentement, ennui,
Plot.
Enn.
1, 164 Creuz.
Étym.
δυσχεραίνω
.