δυσέκκλητος

δυσέκκριτος

δυσέκκρουστος
δυσ·έκκριτος, ος, ον [ῠῐ] difficile à évacuer, Ath. 69e, etc. ; Xénocr. Al. 38 et 45.
Étym. δ. ἐκκρίνω.