Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσέκκριτος
δυσέκκρουστος
δυσεκλάλητος
δυσ·έκκρουστος,
ος, ον
[
ῠ
] difficile à chasser de force,
Sext.
M.
7, 23
.
Étym.
δ. ἐκκρούω
.