δυσεκλύτως

δυσεκμόχλευτος

δυσέκνευστος
δυσ·εκμόχλευτος, ος, ον [] difficile à déplacer avec un levier, Antyll. (Orib. 2, 451 B.-Dar.).
Étym. δ. ἐκμοχλεύω.