δυσέκπληκτος

δυσέκπλοος-ους

δυσέκπλυντος
δυσ·έκπλοος-ους, οος-ους, οον-ουν [] d’où la sortie par eau est difficile, Pol. 34, 2, 5 (dat. pl. -πλοις).
Étym. δ. ἔκπλοος.