Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσεκπέρατος
δυσέκπληκτος
δυσέκπλοος-ους
δυσ·έκπληκτος,
ος, ον
[
ῠ
] difficile à effrayer,
Arstt.
Virt. et vit.
4, 4
.
Étym.
δ. ἐκπλήσσω
.