δυσέκπλυντος

δυσέκπλυτος

δυσεκπόρευτος
δυσ·έκπλυτος, ος, ον [ῠῠ] difficile à effacer (litt. à laver) Plut. M. 488d, 779c ; Phil. 2, 181, etc.
Étym. δ. ἐκπλύνω.