δυσέκπλυτος

δυσεκπόρευτος

δυσεκπύητος
δυσ·εκπόρευτος, ος, ον [] d’où l’on sort difficilement, Jos. A.J. 13, 2, 4 ; Phil. byz. Bel. 79, 25.
Étym. δ. ἐκπορεύω.