δύσελπις

δυσελπιστέω-ῶ

δυσελπιστία
δυσελπιστέω-ῶ [] (part. ao. -ήσαντες) espérer difficilement, désespérer, Pol. 2, 10, 8 ; 2, 44, 3, etc.
Étym. δυσέλπιστος.