δυσεύρετος

δυσέφικτος

δυσέφοδος
δυσ·έφικτος, ος, ον [] difficile à atteindre, Pol. 31, 3, 12 ; 32, 11, 3 ; joint à δυσπρόσοδος, Plut. M. 65e ||
Cp. -ότερος, Naz. Or. 14, t. 1, p. 904a.
Étym. δ. ἐφικνέομαι.