Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσεπικούρητος
δυσεπίκριτος
δυσεπίληπτος
δυσ·επίκριτος,
ος, ον
[
ῠρῑ
] difficile à décider,
A. Tyan.
Ep.
19
.
Étym.
δ. ἐπικρίνω
.