δυσεπίκριτος

δυσεπίληπτος

δυσεπίμικτος
δυσ·επίληπτος, ος, ον [ῠῐ] difficile à comprendre, Chrys. 1, 693 ; 6, 652.
Étym. δ. ἐπιλαμϐάνω.