δυσεπισχέτως

δυσεπίτευκτος

δυσεπιχείρητος
δυσ·επίτευκτος, ος, ον, difficile à obtenir, DS. 17, 93 ; Exc. 2, 591.
Étym. δ. ἐπιτυγχάνω.