δυσεπίτευκτος

δυσεπιχείρητος

δυσεπούλωτος
δυσ·επιχείρητος, ος, ον [ῠῐ] difficile à attaquer, à entreprendre, Arstt. Top. 8, 2 ||
Cp. -ότερος, Arstt. An. pr. 1, 25 ; sup. -ότατος, Arstt. Top. 9, 3.
Étym. δ. ἐπιχειρέω.