δυσεξανάλωτος

δυσεξαπάτητος

δυσέξαπτος
δυσ·εξαπάτητος, ος, ον [ῠᾰᾰ] difficile à tromper, Xén. Ages. 11, 12 ; Plat. Rsp. 413c ; Plut. Ages. 38.
Étym. δ. ἐξαπατάω.