Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσεξάλειπτος
δυσεξανάλωτος
δυσεξαπάτητος
δυσ·εξανάλωτος,
ος, ον
[
ῠᾰᾱ
] difficile à dépenser, inépuisable,
Hpc.
383, 9
.
Étym.
δ. ἐξαναλίσκω
.