δυσεξάλειπτος

δυσεξανάλωτος

δυσεξαπάτητος
δυσ·εξανάλωτος, ος, ον [ῠᾰᾱ] difficile à dépenser, inépuisable, Hpc. 383, 9.
Étym. δ. ἐξαναλίσκω.