Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξάτμιστος
δυσ·εξαρίθμητος,
ος, ον
[
ῠᾰ
] difficile à énumérer, innombrable,
Pol.
3, 58, 6 ;
Plut.
M.
667
e
.
Étym.
δ. ἐξαριθμέω
.