Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσεξαρίθμητος
δυσεξάτμιστος
δυσεξέλεγκτος
δυσ·εξάτμιστος,
ος, ον
[
ῠ
] d’une évaporation difficile,
Gal.
2, 392
.
Étym.
δ. ἐξατμίζω
.