Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσεξήνυστος
δυσεξίλαστος
δυσεξίτηλος
δυσ·εξίλαστος,
ος, ον
[
ῠῑ
] difficile à adoucir, à apaiser,
Plut.
M.
609
e
.
Étym.
δ. ἐξιλάσκομαι
.