Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσεξίλαστος
δυσ·εξήνυστος,
ος, ον
[
δῠ
] inextricable,
Eur.
Hipp.
1237
.
Étym.
δ. ἐξανύτω
.