δυσεξίτητος

δυσέξιτος

δυσέξοδος
δυσ·έξιτος, ος, ον [ῠῐ] d’où il est difficile de sortir, DS. 3, 44 (corr. -ίτητος 2, 579 Dindorf) (δ. ἔξειμι 2).