δυσκατάγωγος

δυσκαταγώνιστος

δυσκατάθετος
δυσ·καταγώνιστος, ος, ον [ᾰᾰ] difficile à combattre, Pol. 15, 15, 8 ; DH. 3, 7 ; 6, 24 ; particul. t. de rhét. difficile à réfuter, DH. Rhet. 8, 3.
Étym. δ. καταγωνίζομαι.