δυσκαταγώνιστος

δυσκατάθετος

δυσκάτακτος
δυσ·κατάθετος, ος, ον [ᾰᾰ] mal disposé pour, avec πρός et l’acc. Jambl. V. Pyth. p. 400.
Étym. δ. κατατίθημι.