δυσκάτακτος

δυσκατάληπτος

δυσκαταληψία
δυσ·κατάληπτος, ος, ον [ᾰᾰ] difficile à saisir, à comprendre, DS. 1, 3 ; M. Ant. 5, 10 ||
Cp. -ότερος, Chrys. 4, 462.
Étym. δ. καταλαμϐάνω.