Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσκατάθετος
δυσκάτακτος
δυσκατάληπτος
δυσ·κάτακτος,
ος, ον
[
κᾰ
] difficile à briser,
Th.
H.P.
3, 7, 4
.
Étym.
δ. κατάγνυμι
.