Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσκαταμαθήτως
δυσκαταμάχητος
δυσκατανόητος
δυσ·καταμάχητος,
ος, ον
[
ᾰᾰᾰ
] difficile à vaincre dans un combat ;
DS.
3, 35 ;
fig.
Lib.
4, 656
.
Étym.
δ. καταμάχομαι
.