δυσκαταμάχητος

δυσκατανόητος

δυσκατάπαυστος
δυσ·κατανόητος, ος, ον [ᾰᾰ] difficile à comprendre, DS. 5, 14 ; 13, 35 ; Plut. M. 47c.
Étym. δ. κατανοέω.