δυσκατάστατος

δυσκαταφρόνητος

δυσκατέργαστος
δυσ·καταφρόνητος, ος, ον [κᾰ] qu’on ne peut mépriser, Xén. Cyr. 8, 1, 42, au cp. -ότερος.
Étym. δ. καταφρονέω.