δυσκατάσϐεστος

δυσκατάστατος

δυσκαταφρόνητος
δυσ·κατάστατος, ος, ον [κᾰᾰτ] difficile à apaiser, Xén. Cyr. 5, 3, 43, au cp. -ώτερος.
Étym. δ. καθίστημι.