Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσκαταπολέμητος
δυσκαταπόνητος
δυσκαταποσία
δυσ·καταπόνητος,
ος, ον
[
ᾰᾰ
] dont on ne peut venir à bout à force de travail,
M. Ant.
6, 19 ;
Arr.
Epict.
3, 12, 8
.
Étym.
δ. καταπονέω
.