δυσκατάπληκτος

δυσκαταπολέμητος

δυσκαταπόνητος
δυσ·καταπολέμητος, ος, ον [ᾰᾰ] difficile à combattre ou à soumettre par une guerre, DS. 2, 48.
Étym. δ. καταπολεμέω.