δυσκαταποσία

δυσκαταποτέω-ῶ

δυσκατάποτος
δυσκαταποτέω-ῶ [ᾰᾰ] boire avec peine, Hérodotus (Orib. 1, 421 B.-Dar.).
Étym. δυσκατάποτος.