Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσκαταποτέω-ῶ
δυσκατάποτος
δυσκατάπρακτος
δυσ·κατάποτος,
ος, ον
[
ᾰᾰ
] difficile à boire,
Arstt.
Sens.
5, 10
.
Étym.
δ. καταπίνω
.