δυσκατέργαστος

δυσκατόρθωτος

δυσκατούλωτος
δυσ·κατόρθωτος, ος, ον [] difficile à digérer, à redresser ou à obtenir, D. Phal. 127 ; Hippiatr. 253 ||
Cp. -ότερος, Chion. Ep. 15.
Étym. δ. κατορθόω.