Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσκατόρθωτος
δυσκατούλωτος
δύσκαυστος
δυσ·κατούλωτος,
ος, ον
[
ᾰ
] difficile à cicatriser,
Diosc.
5, 95 ;
Apoll. par.
Hist. mir.
199, 37
.
Étym.
δ. κατουλόω
.