Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσκατούλωτος
δύσκαυστος
δυσκέλαδος
δύσ·καυστος,
ος, ον,
qui brûle difficilement,
Apd. pol.
14
.
Étym.
δ. καίω
.