Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσκλήρημα
δυσκληρία
δύσκληρος
δυσκληρία,
ας
(
ἡ
)
c. le préc.
Bas.
3, 316 Migne ;
Nyss.
3, 1081 Migne
.
Étym.
δύσκληρος
.