Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δυσκολό·καμπτος,
ος, ον,
modulé désagréablement,
Ar.
Nub.
971
.
Étym.
δύσκολος, κάμπτω
.