Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δυσκολό·κοιτος,
ος, ον,
qui trouble le sommeil,
Ar.
Nub.
420
.
Étym.
δύσκολος, κοίτη
.